Εδώ είναι κάποιοι κοινοί αγγλικοί όροι που σχετίζονται με τους υπολογιστές και το διαδίκτυο.
Εξοπλισμός υπολογιστή
laptop | φορητός υπολογιστής (λάπτοπ) |
desktop computer (συχνά χρησιμοποιείτε η συντομογραφία desktop) | επιτραπέζιος υπολογιστής |
tablet computer (συχνά χρησιμοποιείτε η συντομογραφία tablet) | τάμπλετ |
PC (συντομογραφία του personal computer) | PC |
screen | οθόνη |
keyboard | πληκτρολόγιο |
mouse | ποντίκι |
monitor | μόνιτορ |
printer | εκτυπωτής |
wireless router | ασύρματος δρομολογητής |
cable | καλώδιο |
hard drive | σκληρός δίσκος |
speakers | ηχεία |
power cable | καλώδιο τροφοδοσίας |
Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
ηλεκτρονικό μήνυμα | |
to email | να στείλει ηλεκτρονικό μήνυμα |
to send an email | να στείλει ηλεκτρονικό μήνυμα |
email address | διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου |
username | όνομα χρήστη |
password | κωδικός |
to reply | να απαντήσει |
to forward | να προωθήσει |
new message | νέο μήνυμα |
attachment | προσάρτημα |
Χρησιποιώντας έναν υπολογιστή
to plug in | να συνδέσει |
to unplug | να αποσυνδέσει |
to switch on ή to turn on | να ενεργοποιήσει |
to switch off ή to turn off | να απενεργοποιήσει |
to start up | να ξεκινήσει |
to shut down | να κλείσει |
to restart | να κάνει επανεκκίνηση |
Αγγλικό λεξιλόγιο | |
---|---|
Σελίδα 64 από 65 | |
➔
Το τηλέφωνο |
Κοινά επίθετα
➔ |
Το διαδίκτυο
the Internet | διαδίκτυο |
website | ιστοσελίδα |
broadband internet ή broadband | ευρυζωνικό διαδίκτυο |
ISP (συντομογραφία του internet service provider) | πάροχος υπηρεσιών διαδικτύου |
firewall | τείχος προστασίας |
web hosting | φιλοξενία ιστοσελίδων |
wireless internet ή WiFi | ασύρματη σύνδεση |
to download | να 'κατεβάσω' |
to browse the Internet | να σερφάρω στο ίντερνετ |
Άλλες χρήσιμες λέξεις
file | αρχείο |
folder | φάκελος |
document | έγγραφο |
hardware | υλικό |
software | λογισμικό |
network | δίκτυο |
to scroll up | να κατεβάσει τη σελίδα |
to scroll down | να ανεβάσει τη σελίδα |
to log on | να "μπει" |
to log off | να "βγει" |
space bar | μπάρα |
virus | ιός |
antivirus software | λογισμικό προστασίας απο ιούς |
processor speed | ταχύτητα επεξεργασ΄τή |
memory | μνήμη |
word processor | επεξεργαστής κειμένου |
database | βάση δεδομένων |
spreadsheet | υπολογιστικό φύλλο |
to print | να εκτυπώσει |
to type | να πληκτρολογήσει |
lower case letter | μικρό γράμμα |
upper case letter ή capital letter | κεφαλαίο γράμμα |