Εδώ θα βρείτε κάποιες αγγλικές φράσεις που θα σας είναι χρήσιμες όταν ταξιδέψετε με λεωφορείο ή τρένο.
timetable | ωράριο |
single (συντομογραφία του single ticket) | απλό |
return (συντομογραφία του return ticket) | μετ' επιστροφής |
platform | πλατφόρμα |
waiting room | αίθουσα αναμονής |
ticket office ή booking office | εκδοτήριο εισιτηρίων |
seat | θέση |
seat number | αριθμός θέσης |
luggage rack | σχάρα αποσκευών |
first class | πρώτη τάξη |
second class | δεύτερη τάξη |
ticket inspector | ελεγκτής εισιτηρίων |
ticket collector | ελεγκτής εισιτηρίου |
penalty fare | πρόστιμο |
Ταξιδεύοντας με τρένο
buffet car | βαγόνι με καντίνα |
carriage | βαγόνι |
compartment | κουπέ |
derailment | εκτροχιασμός |
express train | τραίνο εξπρές |
guard | φύλακας |
level crossing | ισόπεδη διάβαση |
line closure | το κλείσιμο της γραμμής |
live rail | ράγα |
railcard | κάρτα μακράς διαρκείας |
railway line | γραμμή του τραίνου |
restaurant car | βαγόνι εστιατορίου |
season ticket | εισητήριο διαρκείας |
signal | σήμα |
sleeper train | κλινάμαξα |
station | σταθμός |
railway station | σιδηροδρομικός σταθμός |
train station | σταθμός τρένου |
stopping service | υπηρεσία στάσης |
ticket barrier | μπάρα εισιτηρίων |
track | ράγες |
train | τρένο |
train crash | σύγκρουση τρένων |
train driver | οδηγός τρένου |
train fare | τιμή εισιτηρίου |
train journey | δρομολόγιο τρένου |
travelcard | προπληρωμένη κάρτα |
Tube station ή underground station | υπόγειος σταθμός |
tunnel | τούνελ |
to catch a train | να πρoλάβει ένα τρένο |
to get on the train | να επιβιβαστεί στο τρένο |
to get off the train | να αποβιβαστεί από το τρένο |
to miss a train | να χάσει ένα τρένο |
Αγγλικό λεξιλόγιο | |
---|---|
Σελίδα 27 από 65 | |
➔
Εξαρτήματα του αυτοκινήτου |
Ταξιδεύοντας αεροπορικώς
➔ |
Ταξιδεύοντας με λεωφορείο
bus | λεωφορείο |
bus driver | οδηγός λεωφορείου |
bus fare | τιμή εισιτηρίου |
bus journey | δρομολόγιο λεωφορείου |
bus stop | στάση λεωφορείου |
bus lane | λωρίδα λεωφορείου |
bus station | στάση λεωφορείου |
coach | πούλμαν |
coach station | σταθμός πούλμαν |
double-decker bus | διώροφο λεωφορείο |
conductor | εισπράκτορας |
inspector | ελεγκτής |
luggage hold | χώρος για βαλίτσες |
the next stop | η επόμενη στάση |
night bus | νυχτερινό λεωφορείο |
request stop | ζητήστε στάση |
route | διαδρομή |
terminus | τερματικός σταθμός |
to get on the bus | να ανέβει στο λεωφορείο |
to get off the bus | να κατέβει από το λεωφορείο |
to catch a bus | να προλάβει ένα λεωφορείο |
to miss a bus | να χάσει ένα λεωφορείο |