Εδώ βρίσκονται κάποιες αγγλικές λέξεις σχετικές με την απασχόληση.
Βρίσκοντας μια δουλειά
ad ή advert (συντομογραφία του advertisement) | αγγελία |
application form | αίτηση εγγραφής |
appointment | ραντεβού |
CV (συντομογραφία του curriculum vitae) | βιογραφικό |
job description | περιγραφή δουλειάς |
interview | συνέντευξη |
job offer ή offer of employment | προσφορά εργασίας |
qualifications | προσόντα |
to apply for a job | να κάνει αίτηση για δουλειά |
to accept an offer | να δεχτεί μια προσφορά |
to reject an offer ή to turn down an offer | να απορρίψει μια προσφορά |
to hire | να προσλάβει |
job | δουλειά |
career | καριέρα |
part-time | μερικής απασχόλησης |
full-time | ολικής απασχόλησης |
shift work | βάρδια |
temporary | προσωρινή |
contract | συμβόλαιο |
permanent | μόνιμη |
starting date | ημερομηνία έναρξης |
notice period | προθεσμία |
Μισθός και οφέλη
bonus | μπόνους |
car allowance | επίδομα αυτοκινήτου |
company car | εταιρικό αυτοκίνητο |
health insurance | ασφάλεια υγείας |
holiday pay | επίδομα αδείας |
holiday entitlement | δικαίωμα διακοπών |
maternity leave | άδεια εγκυμοσύνης |
overtime | υπερωρία |
paternity leave | άδεια πατρότητας |
part-time education | σπουδές μερικής απασχόλησης |
pension scheme ή pension plan | συνταξιοδοτικό σχέδιο |
promotion | προαγωγή |
salary | μισθός |
salary increase | αύξηση μισθού |
sick pay | πληρωμή ασθενείας |
staff restaurant | υπηρετικό προσωπικό εστιατορίου |
training scheme | εκπαιδευτικό πρόγραμμα |
travel expenses | έξοδα μετακίνησης |
wages | αμοιβές |
working conditions | συνθήκες εργασίας |
working hours | ώρες εργασίας |
Αγγλικό λεξιλόγιο | |
---|---|
Σελίδα 48 από 65 | |
➔
Ακαδημαϊκά θέματα |
Θέσεις
➔ |
Είδη εργαζομένου
owner | ιδιοκτήτης |
managing director | διευθύνων σύμβουλος |
director | διευθυντής |
manager | υπεύθυνος |
boss | αφεντικό |
colleague | συνάδερφος |
trainee | εκπαιδευόμενος |
apprentice | μαθητευόμενος |
volunteer | εθελοντής |
Λήξη της απασχόλησης
to fire | να απολύσει |
to get the sack | να πάρει δρόμο (ανεπίσημο) (στην καθομιλουμένη) |
to resign | να παραιτηθεί |
to retire | να συνταξιοδοτηθεί |
leaving date | ημερομηνία λήξης |
redundant | περιττός |
redundancy | απόλυση |
redundancy pay | αποζημίωση απόλυσης |
retirement age | ηλικία συνταξιοδότησης |
Άλλες χρήσιμες λέξεις
apprenticeship | μαθητεία |
department | τμήμα |
experience | εμπειρία |
factory | εργοστάσιο |
fire drill | συναγερμός φωτιάς |
health and safety | υγεία και ασφάλεια |
internship | πρακτική άσκηση |
meeting | ραντεβού |
office | γραφείο |
rate of pay | ποσό αμοιβής |
reception | υποδοχή |
security | ασφάλεια |
strike | απεργία |
switchboard | πίνακας |
timekeeping | χρονομέτρηση |
trade union | συνδικαλιστικό |
training course | μάθημα κατάρτισης |
work | εργασία |
work experience | εργασιακή εμπειρία |
to go on strike | να απεργήσει |
to be off sick | να αρρωστήσει |
self-employed | αυτεπάγγελτος |
unemployed | άνεργος / άνεργη |
retired | συνταξιούχος |